Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ



Οι διαταραχές του λόγου και της ομιλίας είναι αρκετά συχνό πρόβλημα και αντικατοπτρίζουν διαταραχές στην ικανότητα του παιδιού να προσλαμβάνει, να επεξεργάζεται, να οργανώνει και να εκφέρει το λόγο. Η συχνότητα της καθυστέρησης της ομιλίας υπολογίζεται σε διάφορες έρευνες μεταξύ 3 και 5,5% των παιδιών ηλικίας τριών ετών. Τα αίτια είναι πολλά αλλά στις αναπτυξιακές Διαταραχές που εξετάζουμε εδώ περιλαμβάνονται μόνο οι δυσφασίες.


Πιθανά αίτια είναι

α) η Νοητική Καθυστέρηση που είναι η πιο κοινή αιτία στην καθυστέρηση της ομιλίας,

β) οι Διάχυτες διαταραχές στην Ανάπτυξη (Αυτιστικό Φάσμα) που είναι ένα από τα πιο συχνά προβλήματα που φέρνουν το παιδί στο γιατρό,

γ) η Αναπτυξιακή διαταραχή του συντονισμού των κινήσεων όπου συνυπάρχει καθυστέρηση όλων των κινητικών αναπτυξιακών ορόσημων,

δ) η Κώφωση που είναι μια από τις σημαντικότερες αιτίες καθυστέρησης της ομιλίας,

δ) η Ψυχοκοινωνική αποστέρηση η εξέλιξη της ομιλίας και του λόγου των παιδιών που προέρχονται από ψυχοκοινωνικά αποστερημένα περιβάλλοντα (ιδρύματα, μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα) έχει την τάση να είναι βραδύτερη, κατώτερης ποιότητας και στο κατώτερο όριο του φυσιολογικού ρυθμού προόδου και τέλος

ε) οι Δυσφασίες που είναι η έλλειψη, η διακοπή είτε η αναστολή της ανάπτυξης του λόγου στη χρονική περίοδο που αυτός δομείται μέχρι τα 3 χρόνια. Δηλ μειώνεται ή διακόπτεται η ικανότητα του παιδιού να προσλαμβάνει, να επεξεργάζεται, να οργανώνει το λόγο του σύμφωνα με τους κανόνες της γλώσσας, να τον εκφέρει καθώς και να τον κατανοεί. Οι δυσφασίες μπορεί να είναι συγγενείς (με κάποια οικογενειακή προδιάθεση) ή επίκτητες (από τραύμα, λοίμωξη, σύνδρομο Landau-Kleffner = δυσφασία με επιληψία στην ηλικία των 3-9 ετών) και έχουν αντικειμενικό οργανικό υπόστρωμα (κέντρα Broca ή Wernicke).

Το ταξινομητικό σύστημα της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, το DSM-IV, διακρίνει δύο οντότητες :

Διαταραχή της γλωσσικής έκφρασης : βλάβη στην εξέλιξη της γλωσσικής έκφρασης η οποία ευρίσκεται σημαντικά χαμηλότερα τόσο από την εξωλεκτική νοημοσύνη όσο και από την ανάπτυξη της γλωσσικής αντίληψης. Εκδηλώνεται με περιορισμό του λεξιλογίου, εσφαλμένη χρήση των χρόνων, δυσκολία στην ανάκληση λέξεων ή την παραγωγή προτάσεων με μήκος και συμπλοκότητα αντίστοιχα του αναπτυξιακού επιπέδου κ.α. Οι δυσκολίες στη γλωσσική έκφραση (ακόμα και στη νοηματική γλώσσα) παρεμποδίζουν την σχολική απόδοση και την κοινωνική επικοινωνία. Η συχνότητα της είναι 3-5% των παιδιών με επικράτηση στα αγόρια. Τα μισά παιδιά την ξεπερνούν ενώ τα άλλα έχουν περισσότερα προβλήματα με την πλειοψηφία όμως των παιδιών να αποκτούν σχεδόν φυσιολογική λεκτική έκφραση στο τέλος της εφηβείας.


Μικτή διαταραχή της γλωσσικής αντίληψης και έκφρασης : η βλάβη περιλαμβάνει και την γλωσσική αντίληψη (δεν νοείται όμως να περιορίζεται μόνο σε αυτήν) ενώ η εξωλεκτική νοημοσύνη είναι φυσιολογική. Στα συμπτώματα προστίθενται δυσκολία στην κατανόηση προτάσεων και λέξεων, κυρίως κάποιων ειδικών τύπων, όπως λέξεις αναφερόμενες στο χώρο ή υποθετικές προτάσεις, και διάφορες δυσκολίες στην ακουστική διαδικασία όπως η διάκριση ή ο συνδυασμός ήχων. Τα προβλήματα στην γλωσσική αντίληψη είναι λιγότερο εμφανή και διαλανθάνουν της προσοχής. Το παιδί μπορεί να είναι πολύ σιωπηλό ή αντίθετα πολύ ομιλητικό, να φαίνεται σαν να μη δίνει προσοχή στην ομιλία και να μην ακολουθεί εντολές, να δίνει άσχετες απαντήσεις, ενώ οι ικανότητες για συζήτηση είναι περιορισμένες. Η συχνότητα της Δ είναι <3% των παιδιών σχολικής ηλικίας με επικράτηση στα αγόρια. Η πρόγνωση είναι βαρύτερη από αυτή της Δ της γλωσσικής έκφρασης με συχνή κατάληξη τα μαθησιακά προβλήματα, αν και δεν αποκλείεται και η πλήρης κλινικά βελτίωση των γλωσσικών ικανοτήτων.

Το DSM-IV διακρίνει δυο ακόμα διαταραχές:

την Φωνολογική διαταραχή (δυσλαλία) δηλ την αποτυχία στη χρήση αναπτυξιακά αναμενόμενων ήχων της ομιλίας, ανάλογα της ηλικίας και της διαλέκτου. Εκδηλώνεται με λάθη στην παραγωγή, τη χρήση, την έκφραση ή την οργάνωση του ήχου όπως με υποκατάσταση ενός ήχου με άλλο (φ με θ, κ με τ), αντιστροφή φθόγγων (τσ αντί στ) ή την παράλειψη ήχων λ.χ των τελικών συμφώνων. Η παράλειψη ήχων είναι σοβαρότερη από την υποκατάσταση. Μέχρι την ηλικία των 4 ετών τα λάθη στην προφορά των φθόγγων είναι φυσιολογικά, αλλά το παιδί γίνεται εύκολα αντιληπτό από τους άλλους. Μετά τα 5-6 όμως το φωνολογικό σύστημα της γλώσσας ολοκληρώνεται.

             Αν και ενίοτε αυτή αποδίδεται σε ανατομικά προβλημάτα (βαρηκοία, λαγώχειλος, λυκόστομα), γνωσιακούς περιορισμούς στην καθυστέρηση, νευρολογικές συνθήκες (εγκεφαλική παράλυση) ή ψυχοκοινωνικά προβλήματα, σε ένα ποσοστό 2,5% των παιδιών προσχολικής ηλικίας η αιτιολογία είναι ασαφής. Μπορεί να αποδοθούν σε ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες του παιδιού, διγλωσσία γονέων, έλλειψη φωνολογικού προτύπου, πολλές ώρες πιπίλα.

Συνήθως επηρεάζεται η διαύγεια και η σαφήνεια της ομιλίας, παρόλο που το λεξιλόγιο και το συντακτικό δεν παρουσιάζουν πρόβλημα. Στις περισσότερες περιπτώσεις η πρόγνωση είναι πολύ καλή. Η συχνότητα της διαταραχής πέφτει από 3% στην ηλικία των 6-7 ετών στο 0,5% στα 17.


Τραυλισμός: διαταραχή της φυσιολογικής ροής και της ρυθμικής διαμόρφωσης της ομιλίας που χαρακτηρίζεται από επαναλήψεις ήχων και συλλαβών ή και μονοσύλλαβων λέξεων, επιμηκύνσεις ήχων, επιφωνήματα, παύσεις μέσα σε λέξεις ή προτάσεις, υποκατάσταση λέξεων για την αποφυγή προβληματικών λέξεων κ.α.

             Μπορεί να αποτελεί και ακραία μορφή φυσιολογικής δυσχέρειας στη μετάβαση από τη φάση των λέξεων στη φάση προτάσεων, όταν προσπαθούν να «τα πουν όλα μαζί». Βέβαια τότε είναι παροδικός, για 3-4 μήνες. Αν όμως υπάρχει life event στην οικογένεια ή το παιδί (γέννηση αδελφού, παιδικός σταθμός, ένταση-διαζύγιο κλπ) ή αν οι γονείς αγχωθούν πολύ και το περάσουν στο παιδί, τότε μπορεί να μεταπέσει σε χρονιότητα.

             Η έναρξη του προβλήματος γίνεται μεταξύ 2 και 7 ετών, είναι σταδιακή, μέσα σε μήνες, με επεισόδια που συχνά δεν γίνονται αντιληπτά, πριν μεταπέσει στη χρονιότητα. Συνήθως το παιδί δεν το καταλαβαίνει, μέχρις ότου τα επεισόδια γίνονται όλο και πιο συχνά και περιλαμβάνουν όλο και περισσότερες λέξεις, οπότε το παιδί το αντιλαμβάνεται και αναπτύσσει μηχανισμούς αποφυγής, ενώ εμφανίζονται το άγχος και η χαμηλή αυτοεκτίμηση. Το τραύλισμα συχνά συνοδεύεται και από παρεπόμενες κινήσεις (τικ, τρόμο των χειλιών, κούνημα της κεφαλής κλπ) που στοχεύουν να βοηθήσουν αλλά τελικά πετυχαίνουν το ανάποδο. Το άγχος το επιδεινώνει.

Περίπου στο 80% έχουμε ίαση και μάλιστα τυπικά πριν τα 16 χρόνια.


Εκλεκτική ή επιλεκτική αλαλία : μόνιμη αποτυχία του ατόμου να μιλήσει σε ειδικές κοινωνικές περιστάσεις (σχολείο, σε ενήλικες έξω από το σπίτι) ενώ μιλά σε άλλες. Η αποτυχία να μιλήσει δεν οφείλεται σε έλλειψη γνώσης ή άνεσης στη γλώσσα και διαρκεί τουλάχιστον ένα μήνα, χωρίς να περιορίζεται στον 1ο μήνα του σχολείου. Το παιδί μπορεί να επικοινωνεί με νοήματα ή ενίοτε με μονοσύλλαβα, μικρά ή μονότονα φωνήματα και ψιθυρίζοντας.

             Ενώ παροδική αλαλία στην αρχή του σχολείου μπορεί να έχουμε στο 0,7%, η συχνότητα της εκλεκτικής αλαλίας είναι πολύ χαμηλότερη 0,03-0,06% με επικράτηση των κοριτσιών. Ως αιτιολογικοί παράγοντες έχουν προταθεί η διαταραγμένη σχέση μητέρας παιδιού, οικογενειακή δυσλειτουργία, «μαθημένη συμπεριφορά» με στόχο την έλξη της προσοχής των άλλων ή/και αποφυγή αγχογόνων καταστάσεων, ψυχικά προβλήματα στους γονείς και επώδυνα life events λ.χ θάνατος γονιού. Συζητείται επίσης ότι μπορεί να είναι έκφραση μιας φοβικής διαταραχής που σχετίζεται με το άγχος που παράγεται όταν μιλούν σε ξένους, ενώ τελευταία την τοποθετούν και στο φάσμα της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής.

             Αν και τα παιδιά αυτά έχουν γενικά φυσιολογικές ικανότητες επικοινωνίας, περίπου τα μισά παρουσιάζουν μια καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου, ενώ η συννοσηρότητα με τις διαταραχές της επικοινωνίας είναι σημαντική. Επίσης μεταξύ των παιδιών που μεταναστεύουν σε χώρες με άλλη γλώσσα η δ είναι συχνότερη.

             Συνοδά συμπτώματα και προβλήματα στην εκλεκτική αλαλία είναι υπερβολική ντροπαλότητα, φόβος ότι θα ντροπιαστούν, φοβίες, απομόνωση, προσκόλληση, και αρνητισμός, εκρήξεις θυμού και εναντιωματική συμπεριφορά στο σπίτι. Ενίοτε συνυπάρχει διαταραχή της επικοινωνίας, αγχώδεις Διαταραχές (κυρίως κοινωνική φοβία) και καθυστέρηση στην ανάπτυξη.

             Η επιλεκτική αλαλία εμφανίζεται πριν τα 5 αλλά γίνεται αντιληπτή όταν πάει σχολείο. Η έναρξη είναι σταδιακή και μόνο στο ¼ των περιπτώσεων αιφνίδια, ακολουθώντας συνήθως κάποιο έντονο σοκ. Διαρκεί μερικούς μήνες μέχρι χρόνια προκαλώντας έκπτωση στη σχολική απόδοση και την κοινωνική προσαρμογή. Η αντιμετώπιση της είναι δύσκολη, με πιο επιτυχημένη τη συμπεριφορική θεραπεία. Η πρόγνωση είναι καλύτερη αν υπάρχουν βελτιώσεις πριν τα 10 χρόνια. Συχνά όμως παραμένουν κάποιοι περιορισμοί στην ποσότητα του λόγου καθώς και προβλήματα συναισθηματικά και συμπεριφοράς.


Μαρία Γκουγκούμη - Ειδική Παιδαγωγός www.pyxidagnwsis.gr
Αργυρώ Καραμπά - Θεραπεύτρια Λόγου & Ομιλίας www.γραφωνηματα.gr



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου