Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ





            Η διαφορική διάγνωση της νοητικής υστέρησης πρέπει να γίνει από τις μαθησιακές δυσκολίες, τις διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές, την άνοια, την οριακή διανοητική λειτουργία:



a) Μαθησιακές δυσκολίες: Οι διαταραχές της μάθησης όταν δε συνυπάρχουν με τη νοητική υστέρηση πρέπει να διαχωριστούν απ’ αυτή με βάση το ότι σ’ αυτές υπάρχει έλλειμμα σε κάποια συγκεκριμένη λειτουργία (π.χ.: ανάγνωση, γραφή κ.λ.π.) και όχι γενικευμένη ανεπάρκεια της διανοητικής λειτουργίας και της προσαρμοστικότητας. Σε περίπτωση ύπαρξης νοητικής υστέρησης η συνύπαρξη μαθησιακών δυσκολιών θα διαγνωσθεί εφόσον οι τελευταίες δε δικαιολογούνται από τη βαρύτητα της καθυστέρησης (Μάνος, 1997).


Αν ένας μαθητής δεν εμφανίζει κάποια αισθητηριακή διαταραχή, νοητική υστέρηση, ψυχοσυναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες που φρενάρουν τη μαθησιακή του κατάσταση και παρ’ όλα αυτά μαθησιακά υπολείπεται τουλάχιστον κατά δυο χρόνια τότε πλέον μιλάμε για Μαθησιακές δυσκολίες (Dykens, Hodapp, & Evans, 1994).
 
Αν και οι μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να εμφανίζονται μαζί με άλλες καταστάσεις μειονεξίας (πχ. αισθητηριακή βλάβη, νοητική καθυστέρηση, σοβαρή συναισθηματική διαταραχή) ή με εξωτερικές επιδράσεις, όπως οι πολιτισμικές διαφορές, η ανεπαρκής ή ακατάλληλη διδασκαλία, δεν είναι το άμεσο αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων ή επιδράσεων" (Hammill, 1990).   
  

Τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες έχουν χαμηλό δείκτη νοημοσύνης". Συχνά παρατηρείται μία σύγχυση ανάμεσα στους όρους μαθησιακή δυσκολία και νοητική υστέρηση. Αυτό που ισχύει είναι το εξής: Για να χαρακτηριστεί κάποιος ως άτομο με μαθησιακές δυσκολίες πρέπει υποχρεωτικά να έχει φυσιολογική νοημοσύνη. Δηλαδή να έχει κανονικό ή υψηλό δείκτη νοημοσύνης. Η κατανομή των δεικτών νοημοσύνης των ατόμων με μαθησιακές δυσκολίες είναι παρόμοια με αυτή των φυσιολογικών ατόμων (Dykens, Leckman, & Cassidy, 1996).


Διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές: Η διαφορική διάγνωση από τη νοητική υστέρηση θα γίνει με βάση το ότι σ’ αυτές υπάρχει ποιοτική έκπτωση στην ανάπτυξη διαπροσωπικής επικοινωνίας, καθώς και λεκτικών και μη λεκτικών δεξιοτήτων. Σε ένα ποσοστό όμως που ανέρχεται σε 75%-80%, τα άτομα με εκτεταμένες διαταραχές στην ανάπτυξη εμφανίζουν και νοητική υστέρηση (Μάνος, 1997).

  
             Τα περισσότερα παιδιά με νοητική υστέρηση αναπτύσσουν ικανότητες με έναν ομοιογενή ρυθμό μάθησης, παρόλο που είναι πιο αργός από εκείνον  των παιδιών της ίδιας ηλικίας. Τα άτομα με αυτισμό παρουσιάζουν αποκλειστικά ανομοιογενή εξέλιξη ικανοτήτων. Τείνουν να έχουν ελλείψεις σε συγκεκριμένους τομείς, με πιο κοινή τη δυσκολία τους να επικοινωνήσουν και να συνδεθούν με τους άλλους, ενώ συχνά αναπτύσσουν πολύ μεγαλύτερες ικανότητες σε κάποιους άλλους τομείς π.χ. μνήμη. Είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε τον αυτισμό από τη νοητική υστέρηση ή από άλλες διαταραχές. Η λανθασμένη διάγνωση θα οδηγήσει σε λανθασμένη θεραπεία και εκπαίδευση (Καλύβα, 2005).
           
γ) Άνοια: Στην περίπτωση της άνοιας η έκπτωση των νοητικών λειτουργιών έχει παρουσιαστεί μετά την περίοδο της ανάπτυξης (16 - 18 ετών). Μερικές φορές η επιπρόσθετη αυτή διάγνωση μπορεί να δοθεί όταν η κλινική εικόνα του ατόμου δεν εξηγείται επαρκώς από τη νοητική υστέρηση (Μάνος, 1997). 


Μια σημαντική αύξηση του πληθυσμού των ηλικιωμένων με νοητική υστέρηση (MR) έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια (Aarsland & Larsen,2001). Με την αύξηση αυτή, υπάρχει ένα μεγαλύτερο ποσοστό των μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων που αναπτύσσουν αλλαγές που επηρεάζουν τη γνωστική τους, τη σωματική, τη συναισθηματική και προσαρμοστική λειτουργία (Albert & Cohen,1992). Τα φυσικά αυτά χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν τη μείωση της προσοχής, τη μείωση της ευκινησίας, δυσκολίες με την κινητικότητα, μειωμένη αντίσταση στις ασθένειες, δυσκολία στην ανάκτηση από την ασθένεια και τη ζημία. (Albert & Moss,1988).


            Ωστόσο, η πρότυπη περίθαλψη στη διάγνωση της άνοιας μεταξύ ατόμων με νοητική υστέρηση είναι λιγότερο σαφής. Η διάγνωση της άνοιας σε άτομα με αναπτυξιακές αναπηρίες, ειδικά στα πρώτα στάδια, δυσχεραίνεται από την έλλειψη αξιόπιστων και τυποποιημένων κριτηρίων. Μέχρι στιγμής, το DSM-IV (APA,1994) δεν περιέχει καμία πληροφορία σχετικά με το πώς γίνεται η διάγνωση της γήρανσης των ατόμων με άνοια και ψυχική καθυστέρηση. Ίσως αυτή η κατάσταση μπορεί να αποδίδεται σε πρότυπες μεθόδους αξιολόγησης της άνοιας (δηλαδή, γνωστική αξιολόγηση, ψυχική κατάσταση εξέτασης και νευροψυχολογικές δοκιμασίες), που φαίνεται να είναι ακατάλληλες για τη διάγνωση των ατόμων που έχουν αναπτυξιακή ανεπάρκεια (Koller, Richardson, Katz, & McLaren, 1983). 
δ) Οριακή διανοητική λειτουργία: Η διαφορική διάγνωση πρέπει να γίνει από τη νοητική υστέρηση ελαφράς μορφής. Στην οριακή διανοητική λειτουργία το νοητικό πηλίκο κυμαίνεται μεταξύ 71 και 84. Επομένως είναι δυνατό να διαγνώσουμε νοητική υστέρηση σε ένα άτομο με το παραπάνω νοητικό πηλίκο. Για να δοθεί η συγκεκριμένη διάγνωση πρέπει να υπάρχουν σημαντικά ελλείμματα στην προσαρμοστικότητα και να συνεκτιμηθούν και άλλα κριτήρια.
            Ως αποτέλεσμα, ένα άτομο με κάτω του μέσου όρου δείκτη νοημοσύνης (BAIQ) δεν μπορεί να θεωρηθεί διανοητικά υστερημένος. Συνδρομική νοητική υστέρηση είναι η νοητική υστέρηση που συνδέεται με άλλες ιατρικές και συμπεριφοράς σημεία και συμπτώματα. Non-syndromic mental retardation refers to intellectual deficits that appear without  Η μη-συνδρομική νοητική υστέρηση αναφέρεται σε διανοητικές ανεπάρκειες που εμφανίζονται χωρίς άλλες ανωμαλίες.



Μαρία Γκουγκούμη - Ειδική Παιδαγωγός www.pyxidagnwsis.gr
Αργυρώ Καραμπά - Θεραπεύτρια Λόγου & Ομιλίας www.γραφωνηματα.gr








0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου